partera - ορισμός. Τι είναι το partera
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι partera - ορισμός


partera      
Sinónimos
sustantivo
comadrona: comadrona, matrona
partero      
sust. masc. y fem.
Persona con títulos legales que asiste a la parturienta.
sust. fem.
Mujer que, sin tener estudios o titulación, ayuda o asiste a la parturienta.
partero      
partero, -a
1 n. Médico que asiste a los partos. Comadrón.
2 f. *Comadrona: mujer que se dedica a asistir a los partos.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για partera
1. Cuando la partera terminaba la rutina, intentó quitarse la mascarilla.
2. Un ex marino, su esposa y la partera, involucrados.
3. Apenas los policías de civil recibieron la bebé todavía con el resto de cordón umbilical atado, la partera y su concubino quedaron detenidos.
4. Se trata de una partera y su concubino, quienes fueron filmados cuando recibieron el dinero y a cambio entregaron a una pequeña de apenas 48 horas de vida.
5. En una operación encubierta, policías de La Plata detuvieron anoche a una partera y su concubino, en el momento en que intentaban vender a una beba.
Τι είναι partera - ορισμός